-
1 ἐπόμνυμι
A : [tense] aor. ἐπώμοσα: —swear after, swear in accordance (with an order given),οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπώμνυον Od.15.437
, cf. Th.2.5.2 c. acc. cogn.,ἐπίορκον ἐπώμοσε Il.10.332
; ὅς κεν τὴν ἐπίορκον..ἐπομόσσῃ whosoever swear a false oath by it [the Styx], Hes.Th. 793, cf. Emp.115.4 ; also ἐ. ὅρκον τινί swear an oath at his dictation, Plu.Cic.23:—[voice] Med.,ἐ. ὅρκον Stud.Pal.20.122.16
(v A. D.), etc.3 c. acc. pers.,ἐ. ἥλιον
to swear by..,Hdt.
1.212 ;ἐ. τινά θεῶν E.IT 747
, cf. Ar.Nu. 1227, Schwyzer 721.5 (iv B. C.), etc. ;ἐ. θεοὺς ὡς.. E.Ph. 433
;ἐπομνύω σοι τὴν ἐμὴν καὶ σὴν φιλίαν X.Cyr.6.4.6
; ἐ. τὴν σὴν (sc. Καίσαρος)τύχην J.AJ16.10.8
: c. dupl. acc.,μή τι θεοὺς ἐπίορκον ἐπόμνυθι Thgn.1195
:—[voice] Med., ἐπόμνυμαι Δία f.l. in Jusj. ap. D.24.151 ;ἐπόμνυσθαι κατά τινος Luc. Icar.9
, Cal.18.5 c. inf., swear that,ἐ. θεοὺς μὴ πρότερον ἐκδύσεσθαι.. Hdt.5.106
, cf. E.IT 974, Pl.Criti. 120a:—[voice] Med., ἐπωμόσατο..εἰδέναι Αἰσχίνην Test. ap. D.18.137 ; ἐπομνύειν ἦ μήν c. [tense] pres. inf., Plu.Alex.47 ; [dialect] Ep., ἐ. ἦ μέν.. c. [tense] fut. inf., A.R.2.715, etc.;ἐ. ὅτι.. Plu.Per.30
.6 abs. in [tense] aor. part., with another Verb, ἐπομόσας εἶπε he said with an oath, Hdt.8.5, X.An.7.8.2.II [voice] Med., = ὑπόμνυσθαι (nisi hoc leg.), Ar.Pl. 725.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπόμνυμι
См. также в других словарях:
επόμνυμι — ἐπόμνυμι και ἐπομνύω (Α) 1. κατόπιν, εν συνεχεία ορκίζομαι («ὧς ἔφαθ’ οἱ δ’ ἄρα πάντες ἐπώμνυον, ὡς ἐκέλευε» έτσι είπε, κι όλοι οι άλλοι στη συνέχεια ορκίζονταν όπως τούς έλεγε, Ομ. Ιλ.) β. «καὶ ἐπὶ μέγαν ὅρκον ὀμοῡμαι» και επί πλέον θα κάνω… … Dictionary of Greek